φοινικῷ

φοινικῷ
φοινίκεος
purple-red
masc/neut dat sg (attic epic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • φοινικώ — άω, ΜΑ [φοῑνιξ (Ι), οίνικος] φοινίσσω* …   Dictionary of Greek

  • φοινικῶι — φοινικῷ , φοινίκεος purple red masc/neut dat sg (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ράμμα — το / ῥάμμα, ΝΜΑ νήμα, κλωστή για ράψιμο (α. «συνθετικά ράμματα» β. «βιβλίον... φοινικῷ ῥάμματι περιειλημένον», Διόδ.) νεοελλ. 1. ιατρ. νηματοειδές υλικό, χρησιμοποιούμενο στη χειρουργική για τη συγκράτηση σε επαφή δύο ιστικών επιφανειών, ώσπου να …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”